καλογεννημένος

καλογεννημένος
-η, -ο
βλ. καλογεννώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλογεννώ — άω 1. γεννώ εύκολα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλογεννημένος, η, ο α) ο γεννημένος με αίσιους οιωνούς β) αυτός που κατάγεται από καλή οικογένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”